
Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε στη Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας, της Φοινίκης, την εποχή του Τραϊανού (98 – 117 μ.Χ.). Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην αμαρτία και την ακολασία, ενώ συγχρόνως συγκέντρωσε πολλά χρήματα.
Μετά από μία σοβαρή ασθένεια, εγκατέλειψε την πόλη και την αμαρτία της. Γνωρίζει κάποιον μοναχό ονόματι Γερμανό και με τις νουθεσίες του μετανοεί.
Στην συνέχεια, προσήλθε στον Επίσκοπο Θεόδοτο και βαπτίσθηκε. Η Θεία Χάρη ήρθε στον ύπνο της σαν οπτασία: Παρατηρούσε Άγγελο Θεού να οδηγεί αυτήν προς τον ουρανό και άλλους Αγγέλους να τη συγχαίρουν, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος μαύρος ούρλιαζε και έλεγε ότι αδικείται πάρα πολύ, επειδή η Ευδοκία έγινε Χριστιανή.
Από τότε αλλάζει η ζωή της, χαρίζει όλη της τη περιουσία στο φιλανθρωπικό έργο της τοπικής εκκλησίας και πηγαίνει σε κάποιο μοναστήρι, όπου ζει βίο ασκητικό ως τη στιγμή που τη άρπαξαν και την οδήγησαν στο Αυριλιανό για να δικαστεί.
Η Αγία όμως με την προσευχή της, κατόρθωσε να αναστήσει το νεκρό παιδί του βασιλιά και να προσελκύσει και τον ίδιο στο Χριστιανισμό.
Αργότερα οδηγήθηκε μπροστά στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού η Αγία και πάλι θαυματούργησε.
Τελικά αποκεφαλίσθηκε από το Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.