Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Νικήτας έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. στην πόλη Περεγιασλάβλ της Ρωσίας. Εργαζόταν ως φοροεισπράκτορας του πρίγκιπα Ντολγκορούκιγ και εισέπραττε από τους φορολογούμενους τεράστια ποσά, που ήσαν υποχρεωμένοι να δίδουν για την οικοδόμηση της πόλεως και ενός ναού. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια. Αλλά ο φιλεύσπλαχνος Θεός, που θέλει όλοι να οδηγηθούν σε μετάνοια και να σωθούν, δεν εγκατέλειψε τον Νικήτα και προετοίμασε την οδό της επιστροφής του. Όταν μία ημέρα ο Νικήτας πήγε στην εκκλησία, άκουσε τα λόγια του Προφήτη Ησαΐα: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν». Η κεκοιμημένη συνείδησή του ξύπνησε και οδηγήθηκε σε μεταμέλεια. Έτρεξε αμέσως στη μονή του Περεγιασλάβλ – Ζαλέσκϊυ, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Νικήτα, έπεσε στα πόδια του πνευματικού και εξομολογήθηκε τα αμαρτήματά του.
Ο γέροντας πνευματικός, για να διαπιστώσει την ειλικρίνεια του εξομολογουμένου, του έδωσε την πρώτη εντολή: να σταθεί επί τρείς ημέρες στις πύλες της μονής και να ομολογεί δημοσίως τα αμαρτήματά του. Με βαθιά ταπείνωση ο Νικήτας έκανε υπακοή.
Έτσι μετά από λίγο καιρό εκάρη μοναχός και άρχισε την σκληρή πνευματική ζωή και την άσκηση. Έσκαψε ένα κοίλωμα και εκεί τοποθέτησε ένα βράχο επάνω στον οποίο κάθισε φορώντας βαριές αλυσίδες, ως νέος Στυλίτης.
Όμως μία νύχτα του 1196 μ.Χ., που ο Άγιος προσευχόταν και οι αλυσίδες του έλαμπαν σαν ασήμι, ληστές τον φόνευσαν και έκλεψαν τις σιδερένιες αλυσίδες που νόμιζαν ότι ήσαν πολύτιμες. Όταν απομακρύνθηκαν και κατάλαβαν ότι οι αλυσίδες ήταν κατασκευασμένες από σίδερο, τις πέταξαν στον ποταμό Βόλγα.
Ο Θεός όμως θέλησε να τιμήσει και αυτά τα ορατά σημεία του μαρτυρίου και της ασκήσεως του Οσιομάρτυρα Νικήτα. Μία νύχτα, ο ευλαβής ηλικιωμένος μοναχός Συμεών, που ασκήτευε στη μονή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου του Γιαροσλάβλ, είδε επάνω από τον ποταμό τρείς φωτεινές ακτίνες. Αμέσως οι Πατέρες της μονής έτρεξαν, για να δουν τί συμβαίνει. Με δέος είδαν τις αλυσίδες του Οσίου Νικήτα να επιπλέουν. Με ευλάβεια τις πήραν και τις μετέφεραν στον τάφο του Οσίου.
Όταν, μεταξύ των ετών 1420 – 1425, άνοιξαν τον τάφο του Οσίου, βρήκαν το ιερό λείψανό του άφθαρτο.