Σε ένα μοναστήρι στο Όρος, ήταν μία μικρή αδελφότητα νέων, κατά βάσει, μοναχών με τον Γέροντά τους, ο οποίος ήταν και αυτός σχετικά νέος.
Μέσα σε αυτήν την αδελφότητα υπήρχε και ένας μεγάλος σε ηλικία παππούλης ο οποίος δεν έλεγε ποτέ καλημέρα και περπατούσε πάντα με κατεβασμένο το βλέμμα.
Όποτε συναντούσε κάποιον αδελφό του σταματούσε μπροστά του χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το έδαφος, γυρνούσε την πλάτη του και άλλαζε πορεία.
Δεν πήγαινε ποτέ στις Παρακλήσεις και στους Εσπερινούς. Μονάχα τις Κυριακές πήγαινε στην Λειτουργία καθυστερημένος και καθόταν μέχρι να τελειώσει.
Όλοι οι αδελφοί του τον χαρακτήριζαν μονόχνοτο, παράξενο και τον συκοφαντούσαν συνέχεια στον Γέροντά τους. Κάποια μέρα λοιπόν κάλεσε ο Θεός τον Παππούλη και αυτός έφυγε για πάντα για το μακρινό ταξίδι.
Οι αδερφοί του δεν στεναχωρήθηκαν καθόλου για την απώλεια του. Αναρωτιόντουσαν όμως για το τί κατάληξη θα έχει η ψυχή αυτού του παράξενου γεράκου που δεν τελούσε κανένα από τα θρησκευτικά του καθήκοντα.
Ρώτησαν στο Γέροντά τους και αυτός με την σειρά του, είπε να κάνουν για 40 μέρες προσευχή και νηστεία και τότε θα τους φανερώσει ο Θεός τι έγινε με την ψυχή του γέρου αδελφού τους.
Μετά από 40 μέρες, Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στο Γέροντα και του αποκάλυψε ότι ο Γεράκος είναι στον Παράδεισο, γιατί ποτέ δεν είπε κακό λόγο για αδελφό του και ποτέ δεν κατέκρινε κανέναν.
Πάντα το βλέμμα του κοιτούσε στο έδαφος για να μην δει κανέναν και τον κακολογήσει. Δεν ερχόταν στις ακολουθίες για μην δει κανέναν αδελφό να κοιμάται στο στασίδι του ή να μην κάνει τις μετάνοιές του και τον κρίνει.
Ο Γέροντας έμεινε άφωνος. Τα νέα γρήγορα διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα όχι μόνο στο μικρό κοινόβιο αλλά και στις γύρω Μονές και Σκήτες. Αντί για χαρά όμως απλώθηκε μια απέραντη λύπη.
Εκείνο το βράδυ ούτε τα άστρα βγήκαν στον ουρανό. Θρηνούσαν οι άνθρωποι, αλλά θρηνούσε και όλη η γη μαζί τους. Μακάρι να μπορούσαμε και εμείς να έχουμε έστω λίγη από την ταπείνωση του Άγιου αυτού Παππούλη και ας μας λέγανε παράξενους…
Ι.Μ. Βεροίας