
«Ένας πατέρας με το αγοράκι του ταξίδευε από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη. Στη Λάρισα, όμως, έκανε στάση το λεωφορείο, για να ανασάνουν λίγο οι επιβάτες.
Κατέβηκαν από αυτό και ο πατέρας με το παιδί του και πήγαν να περάσουν απέναντι. Το παιδί εξέφυγε μια στιγμή και βρέθηκε στη μέση του δρόμου. Τότε επέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο πάνω από το παιδί.
Ο πατέρας είπε:
«Παναγία μου, το παιδί μου»!
Το παιδί, όμως, δεν έπαθε τίποτε.
Μόλις συνήλθε, είπε στον πατέρα του:
«Πατέρα, την ώρα, που επέρασε το φορτηγό από πάνω μου, ένας καλόγερος έπεσε από πάνω μου και με εσκέπασε και έτσι εγλύτωσα».
Ο πατέρας είπε:
«Ποιος καλόγερος, παιδί μου; Δεν είδα, ούτε επέρασε από εδώ καλόγερος».
«Όχι, πατέρα, είδα τον καλόγερο, το πρόσωπό του ήταν φωτεινό», είπε το παιδί.
Άρχισε, λοιπόν, ο πατέρας να πηγαίνει σε διάφορα μοναστήρια με το παιδί του, ψάχνοντας τον σωτήρα του παιδιού του.
Επήγε κάποτε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους σε μια αγρυπνία, όπου ήταν και ο άγιος Παΐσιος.
Μόλις το παιδί είδε τον άγιο Παΐσιο, εφώναξε δυνατά:
«Αυτός, πατέρα, είναι ο καλόγερος, που με εσκέπασε και δεν σκοτώθηκα».
Αμέσως ο πατέρας ερώτησε τον άγιο Παΐσιο ποιος είναι και πως βρέθηκε στη Λάρισα εκείνο το βράδυ.
Ο (γέροντας) Άγιος Παΐσιος του είπε το όνομά του και τον ερώτησε λεπτομέρειες.
Ο πατέρας εξήγησε στον άγιο Παΐσιο το περιστατικό και ο άγιος Παΐσιος τον ερώτησε : «Τι ώρα συνέβη;»
Αυτός απάντησε:
«Μία η ώρα το πρωΐ».
Και ο Άγιος Παΐσιος είπε:
«Εκείνη την ώρα προσεύχομαι για τους ταξιδιώτες».