Η μητέρα της Θεοτόκου Άννα, κατέχει περίοπτη θέση στην ευσέβεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι όποιες πληροφορίες για την Άννα αντλούνται από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, ιδίως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου και το Περί Νηπιότητας του Σωτήρος.
Το όνομά της είναι ο εξελληνισμένος τύπος της εβραϊκής λέξης «Hannah», που σημαίνει εύνοια, χάρη.
Σύμφωνα με το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, η Άννα ήταν σύζυγος του Ιωακείμ.
Όπως αναφέρεται στην παράδοση η Άννα πήγαινε συχνά σε ένα περιβόλι και με όλη τη δύναμη της ψυχής της παρακαλούσε το Θεό να της χαρίσει αυτό που λαχταρούσε πιο πολύ από όλα… ένα μωρό, δίνοντας ταυτόχρονα υπόσχεση πως αν τελικά έμεινε έγκυος θα το αφιέρωνε στη Χάρη Του.
Το χαρμόσυνο γεγονός της τεκνογονίας της το έκανε γνωστό ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Το θαύμα είχε συντελεστεί!
Η γηραιά Άννα απέκτησε ένα κοριτσάκι «εξ επαγγελίας, αλλά και κατά τους νόμους της φύσεως», σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία. Το ονόμασε Μαριάμ και ήταν προορισμένη να γίνει η μητέρα του Χριστού. («λαληθήσεται το σπέρμα σου εν όλη τη οικουμένη»).
Η παράδοση αναφέρει ότι οι γονείς της την αφιέρωσαν στην υπηρεσία του Ναού της Ιερουσαλήμ, σε ηλικία τριών ετών. Αυτοί δε μετά από λίγα χρόνια πέθαναν.
Κατά τον 5ο αιώνα η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ευδοξία ανήγειρε ναό προς τιμήν της στα Ιεροσόλυμα, όπου, κατά την παράδοση, γεννήθηκε η Άννα. Το 550 ο Ιουστινιανός ίδρυσε ναό στην Κωνσταντινούπολη προς τιμήν της Αγίας Άννας.