
Ένας νέος, όταν επέστρεψε απὸ το Αλβανικὸ μέτωπο, ομολόγησε πώς σώθηκε από μια οβίδα που έσκασε ακριβώς δίπλα του.
«Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς. Μ᾿ έριξε στο χώμα, αντίθετα απὸ την οβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικὰ απὸ θαύμα. Όταν γύρισα στον Πειραιά, άρχισα να ρωτάω και να κοιτάω φωτογραφίες ιερωμένων, για να βρω τον παπά που με έσωσε.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μία του Αγίου Νεκταρίου. Αυτὸς είναι! φώναξα ανατριχιασμένος. Θα πάω στο μοναστήρι. Θέλω κι εγώ, κάτι να προσφέρω. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι μοναχὲς να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ.
‘Οταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν. «Ήρθατε για τα κεραμίδια;» με ρώτησαν! Τα έχασα. Δεν είχα πει τίποτα σε κανένα.
Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: «Ήρθε χθες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (σ.σ. ο Άγιος) και μας το είπε!…».
Ανέβηκα στο μοναστήρι. Πήγα στον τάφο, γονάτισα κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμὴ μία υπέροχη μυρωδιὰ γιασεμιού απλώθηκε. Άρχισα να ψάχνω για το γιασεμί.
Η Γερόντισσα Παρασκευὴ με ρώτησε τί ψάχνω. Όταν της εξήγησα, μου είπε: «Δεν έχουμε γιασεμὶ στο μοναστήρι. Ούτε βασιλικό. Σε υποδέχτηκε ο Άγιος, παιδί μου!».