Κατά Λουκά Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΙΓ'(13) 18-29
῎Ελεγε δέ· τίνι ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ τίνι ὁμοιώσω αὐτήν;
ὁμοία ἐστὶ κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῦ· καὶ ηὔξησε καὶ ἐγένετο εἰς δένδρον μέγα, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ.
Πάλιν εἶπε· τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ;
ὁμοία ἐστὶ ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα γυνὴ ἔκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον.
Καὶ διεπορεύετο κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν ποιούμενος εἰς ῾Ιερουσαλήμ.
εἶπε δέ τις αὐτῷ· Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς·
ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί, λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καὶ οὐκ ἰσχύσουσιν.
ἀφ᾿ οὗ ἂν ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν, καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες· Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ.
τότε ἄρξεσθε λέγειν· ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν, καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας·
καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας.
ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅταν ὄψησθε ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ καὶ πάντας τοὺς προφήτας ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὑμᾶς δὲ ἐκβαλλομένους ἔξω,
καὶ ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότου, καὶ ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Οι παραβολές του κόκκου του σιναπιού και του προζυμιού
Έλεγε λοιπόν: «Με τι είναι όμοια η βασιλεία του Θεού και με τι να την παρομοιάσω;
Είναι όμοια με κόκκο σιναπιού, που έλαβε ένας άνθρωπος και τον έριξε στον κήπο του, και αυξήθηκε και έγινε δέντρο, και τα πετεινά του ουρανού φώλιασαν μέσα στα κλαδιά του».
Και πάλι είπε: «Με τι να παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού;
Είναι όμοια με προζύμι, που έλαβε μια γυναίκα και το έκρυψε μέσα σε είκοσι πέντε κιλά αλεύρι, ωσότου ζυμώθηκε όλο».
Η στενή θύρα
Και πορευόταν διαμέσου πόλεων και χωριών, διδάσκοντας και κάνοντας πορεία προς τα Ιεροσόλυμα.
Του είπε τότε κάποιος: «Κύριε, είναι άραγε λίγοι αυτοί που σώζονται;» Εκείνος είπε προς αυτούς:
«Αγωνίζεστε να εισέλθετε από τη στενή θύρα, γιατί πολλοί, σας λέω, θα ζητήσουν να εισέλθουν και δε θα μπορέσουν.
Αφότου εγερθεί ο οικοδεσπότης και κλείσει τη θύρα και αρχίσετε να στέκεστε έξω και να κρούετε τη θύρα, λέγοντας: Κύριε, άνοιξέ μας, τότε θα αποκριθεί και θα σας πει: Δεν σας ξέρω από πού είστε.
Τότε θα αρχίσετε να λέτε: Φάγαμε μπροστά σου και ήπιαμε και δίδαξες στις πλατείες μας.
Αλλά θα σας πει: Δεν σας ξέρω από πού είστε. σταθείτε μακριά από εμένα όλοι οι εργάτες της αδικίας.
Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών, όταν δείτε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και όλους τους προφήτες μέσα στη βασιλεία του Θεού, ενώ εσάς να σας βγάζουν έξω.
Και θα έρθουν από ανατολικά και δυτικά και από βορρά και νότο και θα καθίσουν, για να φάνε μέσα στη βασιλεία του Θεού».