Οι Άγιοι Μάρτυρες Βασιλίσκος, Ευτρόπιος και Κλεόνικος κατάγονταν από την Αμάσεια του Πόντου και έζησαν κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305 μ.Χ.).
Ήταν στρατιώτες και συγγενείς του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
Ως Χριστιανοί διαβλήθηκαν στον ηγεμόνα Ασκληπιόδοτο, ο οποίος τους συνέλαβε και τους βασάνισε σκληρά. Όμως οι Μάρτυρες, αφού παρουσιάσθηκε σε αυτούς ο Κύριος και ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Θεόδωρος, έγιναν υγιείς.
Με πολλούς τρόπους, ο Ασκληπιόδοτος, προσπάθησε να αναγκάσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους.
Οι τρεις Χριστιανοί αξιώθηκαν της θαυματουργικής ιάσεως των τραυμάτων τους, ενώ πολλοί ειδωλολάτρες που είδαν το θαύμα, βαπτίσθηκαν Χριστιανοί. Ο Ασκληπιόδοτος όμως όχι μόνο δεν άλλαξε στάση, αλλά διέταξε να αποκεφαλισθούν όλοι οι νεοφώτιστοι Χριστιανοί.
Ο σκληρόκαρδος ηγεμόνας δεν μπορούσε να δει την αλήθεια, η οποία παρουσιαζόταν μπροστά στα μάτια του. Έτσι, πρόσταξε την σταυρική καταδίκη του Ευτροπίου και του Κλεονίκου και τη φυλάκιση του Βασιλίσκου.
Οι δύο νέοι πέρασαν την τελευταία νύχτα της ζωής τους προσευχόμενοι. Και πάλι ο Κύριος εμφανίσθηκε μπροστά τους, για να τους ενθαρρύνει.
Στις 3 Μαρτίου του 308 μ.Χ., ο Ευτρόπιος και ο Κλεόνικος κοσμήθηκαν με τους στέφανους της αγιότητας και του μαρτυρίου διά του σταυρικού τους θανάτου. Ο Βασιλίσκος παρέμεινε έγκλειστος στη φυλακή, όπου και πέθανε μετά από μερικά χρόνια, κερδίζοντας την αιώνια ζωή.