Τον πρωτογνώρισα στην είσοδο της μονής Ιβήρων. Ήταν ζηλωτής. Πουλούσε κομποσκοίνια και θυμίαμα. Τον καλούσαν εκεί δύο φορές το χρόνο γιατί ήταν καλλιτέχνης στον στολισμό των κολύβων.
Αφού συζητήσαμε αρκετά, μου ζήτησε τα ονόματα της οικογενείας μου με το πρόσχημα ότι θα τα έδινε σε έναν Ιερέα να τα μνημονεύει.
Την επόμενη φορά που τον συνάντησα στο ίδιο μέρος με φώναξε με το όνομα μου και με προσκάλεσε στην Νέα Σκήτη να τον επισκεφθώ όποτε θέλω. Έμενε στο κελί του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Πέρασαν χρόνια δίχως να τον ξαναπετύχω.
Κάποτε ανεβήκαμε στην Αγία Άννα με έναν φίλο και οδοιπορώντας προς τον Άγιο Παύλο σκέφτηκα να περάσω να τον δω. Το κελί του, σαν την παράγκα του Καραγκιόζη. Έτοιμο να πέσει με τον πρώτο αέρα. Διώροφο, από κάτω μια αποθήκη με ξύλα. Η ξύλινη πόρτα ανοιχτή.
Προχωρήσαμε μέχρι την αποθήκη, έτοιμοι να τον φωνάξουμε όταν ακούσαμε ικετευτικές κραυγές από πάνω δεξιά. Είπαμε να μην ενοχλήσουμε μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.
Τότε κατάλαβα ότι ήταν ο γερο Γεράσιμος που προσευχόταν κλαίγοντας, αναφέροντας ονόματα ανθρώπων. Σαν να είχε πιαστεί από το φουστάνι της Παναγίας.
Όπως ένα μικρό παιδί που ζητάει από τη μαμά του να του κάνει τα χατίρια.
Ανάμεσα στα άλλα άκουσα το όνομα το δικό μου και όλα τα ονόματα της φαμίλιας μου.
Συγκλονίστηκα.
Μετά από πολλή ώρα τα πράγματα ησύχασαν.
Φώναξα το όνομα του.
Ανεβήκαμε τις σκάλες, μας αγκάλιασε και το πρώτο πράγμα που ρώτησε ήταν.
-Τώρα ήρθατε;
-Ναι γέροντα.
Α, γιατί αν δεν ήρθατε τώρα, εγώ έκανα κάτι παλαβά…