
Ένας σύγχρονος αθόρυβος ήρωας, ο ιερέας των λεπρών της Σπιναλόγκας, ο πατέρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης. Ήταν ο ιερέας που «δεν φοβήθηκε, γιατί αγάπησε» και που «πίστευε αυτά που έλεγε».
Περισσότερες πληροφορίες για τον Ιερομόναχο Χρύσανθο, έρχονται μέσα από την εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» και την μαρτυρία του Δημήτρη Παπαδάκη, πρώην λυκειάρχη και πρόεδρο του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος τον γνώρισε από κοντά.
«Έζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η αρρώστια μας είχε παραμορφώσει. Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν.
Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλεναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί, λίγο πριν από τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στο χωριό Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας.
Οι δημοσιογράφοι χαρακτήριζαν την Σπιναλόγκα το «νησί των ζωντανών νεκρών» και οι υπάλληλοι δεν ήθελαν να μένουν το βράδυ με τους λεπρούς.
Τότε φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε, ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε.
Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία. Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία!
Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεκτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της θείας λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να πίνει ό,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας!
Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια και εκδήλωσε σε όλους μας την αγάπη.
Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς.
Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για…», δεν κατάφερε να ολοκληρώσει όμως τη φράση του και ξέσπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα».
Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε τον Ιούλιο του 1957….
Ο πάτερ Χρύσανθος έμεινε, να περιποιείται τους τάφους των χανσενικών, να ψέλνει τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους. Εγκατέλειψε το νησί το 1959 όταν η υγεία του κλονίστηκε.
Μόνο τότε εγκατέλειψε το νησί…