Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (14, 1-11): Άγιοι Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν
τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον,
καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν.
καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ.
καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τοὺς νομικοὺς
καὶ Φαρισαίους λέγων· εἰ ἔξεστι τῷ σαββάτῳ θεραπεύειν;
οἱ δὲ ἡσύχασαν.
καὶ ἐπιλαβόμενος ἰάσατο αὐτὸν καὶ ἀπέλυσε.
καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπε·
τίνος ὑμῶν υἱὸς ἢ βοῦς εἰς φρέαρ ἐμπεσεῖται,
καὶ οὐκ εὐθέως ἀνασπάσει αὐτὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα.
Ἔλεγε δὲ πρὸς τοὺς κεκλημένους παραβολήν,
ἐπέχων πῶς τὰς πρωτοκλισίας ἐξελέγοντο,
λέγων πρὸς αὐτούς·
ὅταν κληθῇς ὑπό τινος εἰς γάμους, μὴ κατακλιθῇς εἰς τὴν
πρωτοκλισίαν, μήποτε ἐντιμότερός σου ᾖ κεκλημένος ὑπ᾿ αὐτοῦ,
καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας ἐρεῖ σοι·
δὸς τούτῳ τόπον· καὶ τότε ἄρξῃ μετ᾿ αἰσχύνης τὸν
ἔσχατον τόπον κατέχειν.
ἀλλ᾿ ὅταν κληθῇς, πορευθεὶς ἀνάπεσε εἰς τὸν ἔσχατον τόπον,
ἵνα ὅταν ἔλθῃ ὁ κεκληκώς σε εἴπῃ σοι·
φίλε, προσανάβηθι ἀνώτερον· τότε ἔσται σοι δόξα ἐνώπιον τῶν συνανακειμένων σοι.
ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ
ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Μετάφραση
Οταν ο Κύριος εις ημέραν Σαββάτου ήλθεν στο σπίτι ενός από τους άρχοντας των Φαρισαίων να φάγη άρτον, αυτοί τον παρατηρούσαν με προσοχήν, μήπως πη η πράξη κάτι το παράνομον.
Και ιδού ένας υδρωπικός άνθρωπος εστέκετο εμπρός του.
Ελαβε ο Ιησούς τον λόγον και είπε στους νομικούς και Φαρισαίους· «επιτρέπεται άραγε κατά την ημέραν του Σαββάτου να θεραπεύη κανείς αρρώστους;» Εκείνοι εσίγησαν και δεν ετόλμησαν να απαντήσουν τίποτε.
Και ο Ιησούς αφού έπιασε τον υδρωπικόν, τον εθεράπευσε και τον αφήκε ελεύθερον να φύγη.
Βλεπών δε τους πονηρούς διαλογισμούς των Φαρισαίων απήντησε και είπε εις αυτούς· «ποιός από σας, όταν το παιδί του η το βώδι του πέση εις πηγάδι, δεν θα καταβάλη κάθε προσπάθειαν να το ανασύρη αμέσως, έστω και αν είναι ημέρα Σαββάτου;»
Και δεν ημπόρεσαν να του δώσουν καμμίαν απάντησιν, διότι καταλάβαιναν πολύ καλά, ότι το άδικον ήτο με το μέρος των.
Έλεγε δε προς τους καλεσμένους και μίαν παραβολήν, δια να τους κάμη να προσέξουν τον εγωϊσμόν των, με τον οποίον αυτοί εδιάλεγαν τας πρώτας θέσεις στο τραπέζι. Και τους είπε·
«όταν προσκληθής από κάποιον εις γάμον, μη καθίσεις μόνος σου εις την πρώτην θέσιν, μήπως κάποιος άλλος, προσκεκλημένος από τον οικοδεσπότην, είναι ανώτερος από σε.
Και θα έλθη αυτός που εκάλεσε σε και αυτόν και θα σου πη· Δώσε την θέσιν αυτήν, διότι δεν ανήκει εις σε. Και τότε θα αρχίσης με εντροπήν να ζητής άλλην θέσιν. Και έπειδή όλοι θα έχουν καθίσει και κανείς δεν θα προθυμοποιήται να σηκωθή προς χάριν σου, θα αναγκασθής τότε να καταλάβης την τελευταία θέσιν.
Αλλά όταν προσκληθής, πήγαινε και κάθισε εις την τελευταίαν θέσιν, ώστε όταν έλθη αυτός που σε εκάλεσε να σου πει· Φίλε, ανέβα παραπάνω εις θέσιν τιμητικωτέραν. Και τότε θα είναι για σένα μεγάλη τιμή εμπρός εις όσους παρακάθηνται μαζί με σε στο τραπέζι.
Διότι εκείνος που υψώνει τον εαυτόν του και ζητεί τιμάς και πρωτοκαθεδρίας θα ταπεινωθή. Και καθένας που ταπεινώνει τον εαυτόν του, θα υψωθή».