Ο Άγιος Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν από την Κύπρο.
Αφού αναχώρησε από την πατρίδα του έφθασε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης, όπου υπηρετούσε κοντά σε κάποιο ευρωπαίο πρόξενο. Εκεί, προσφέροντας τις υπηρεσίες του προς τον αφέντη του, επισκεπτόταν συχνά το σπίτι μιας φτωχής μωαμεθανής.
Ο Γεώργιος, συκοφαντήθηκε ότι είχε αθέμιτες σχέσεις με τη νεαρή και διαμαρτυρόμενος για την προσαπτόμενη ψευδή κατηγορία, οδηγήθηκε βίαια στον ιεροδικαστή.
Ο Μάρτυρας παρέμεινε αμετάθετος στην πίστη, δηλώνοντας ότι Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θέλει να πεθάνει.
Τότε ο κριτής διέταξε τον θάνατό του. Ο Μάρτυρας Γεώργιος οδηγήθηκε σε τόπο κοντά στην θάλασσα. Ο Μάρτυς ύψωσε τα αλυσοδεμένα χέρια του στον ουρανό και ανεβόησε με φωνή μεγάλη: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου και αξίωσέ με της Βασιλείας Σου».
Τότε ξαφνικά έγινε θύελλα, που συντάραξε την θάλασσα. Τα κύματα έφθασαν μέχρι το σημείο όπου βρισκόταν το ιερό λείψανο του Αγίου. Οι Τούρκοι φοβούμενοι απομακρύνθηκαν, οι δε Χριστιανοί παρέλαβαν το σκήνωμα του Μάρτυρος και το ενταφίασαν στο ναό της Πτολεμαΐδος.
Το 1967 μ.Χ. τα σεπτά λείψανα του νεομάρτυρα μεταφέρθηκαν στη Λευκωσία και τοποθετήθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου.