Οι γονείς της Ιουλιανής ήταν ειδωλολάτρες και θέλησαν να τη μνηστεύσουν με κάποιο διακεκριμένο αξιωματούχο της Αντιόχειας, τον Ελεύσιο.
Η Ιουλιανή αρνήθηκε σθεναρά. Ο Ελεύσιος με πληγωμένο εγωισμό ζητούσε εκδίκηση. Παρακολούθησε για πολύ καιρό την Ιουλιανή και έμαθε ότι είχε γίνει χριστιανή. Την κατήγγειλε στον έπαρχο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακισθεί.
Μέσα στη φυλακή, συνεχίστηκαν οι προσπάθειες να γίνει σύζυγος του Ελεύσιου και να αποφύγει τον κίνδυνο του θανάτου. Η Ιουλιανή προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πάρει ειδωλολάτρη σύζυγο.
Τότε ο Ελεύσιος με διαταγή του έπαρχου και πολύ μίσος την μαστίγωσε ανελέητα. Έπειτα, έκαψε το πρόσωπό της με πυρακτωμένο σίδερο, και της είπε: «Πήγαινε τώρα στον καθρέπτη να καμαρώσεις την ομορφιά σου». Η δε Ιουλιανή, με ένα ελαφρό μειδίαμα του απάντησε:
«Στην ανάσταση των δικαίων, στα πρόσωπα δε θα υπάρχουν πληγές και εγκαύματα. Θα υπάρχουν μόνο οι πληγές των ψυχών από την αμαρτία. Γι’ αυτό, προτιμώ τώρα τις πληγές του σώματος, που είναι προσωρινές, παρά τις πληγές της ψυχής, που βασανίζουν αιώνια».
Μετά από λίγο, το ξίφος του δημίου έκοψε το νεανικό κεφάλι της Ιουλιανής.