Κατά Λουκά Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΙΗ'(18) 2-8
λέγων· κριτής τις ἦν ἔν τινι πόλει τὸν Θεὸν μὴ φοβούμενος καὶ ἄνθρωπον μὴ ἐντρεπόμενος.
χήρα δὲ ἦν ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ, καὶ ἤρχετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου.
καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐπὶ χρόνον· μετὰ δὲ ταῦτα εἶπεν ἐν ἑαυτῷ· εἰ καὶ τὸν Θεὸν οὐ φοβοῦμαι καὶ ἄνθρωπον οὐκ ἐντρέπομαι,
διά γε τὸ παρέχειν μοι κόπον τὴν χήραν ταύτην ἐκδικήσω αὐτήν, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη ὑποπιάζῃ με.
εἶπε δὲ ὁ Κύριος· ἀκούσατε τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει·
ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ᾿ αὐτοῖς;
λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει. πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;
Νεοελληνική Απόδοση
Η παραβολή της χήρας και του άδικου κριτή
λέγοντας: «Κάποιος κριτής ήταν σε κάποια πόλη, που το Θεό δε φοβόταν και που άνθρωπο δεν ντρεπόταν.
Και μια χήρα ήταν στην πόλη εκείνη και ερχόταν προς αυτόν λέγοντας: Δώσε μου το δίκιο μου από τον αντίδικό μου.
Αλλά δεν ήθελε να το κάνει για ένα χρονικό διάστημα. Μετά όμως από αυτά είπε μέσα του: Αν και το Θεό δε φοβάμαι ούτε άνθρωπο ντρέπομαι,
επειδή όμως με κουράζει αυτή η χήρα, θα της δώσω το δίκιο της, για να μην έρχεται και με καταπιέζει ως το τέλος της υπόθεσής της.
Είπε λοιπόν ο Κύριος: «Ακούσατε τι λέει ο άδικος κριτής.
Και ο Θεός δε θα αποδώσει τη δικαιοσύνη για τους εκλεκτούς του, που φωνάζουν σ’ αυτόν ημέρα και νύχτα, και θα βραδύνει γι’ αυτούς;
Σας λέω ότι θα αποδώσει τη δικαιοσύνη γι’ αυτούς γρήγορα. Όμως ο Υιός του ανθρώπου, όταν έρθει, άραγε θα βρει την πίστη πάνω στη γη;»