Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στο χωριό Συκέα της Αναστασιοπόλεως.
Ακολούθησε τη μοναχική πολιτεία σε νεαρή ηλικία με την ευλογία του Επισκόπου Θεοδοσίου.
Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Αμέσως επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και έλαβε το σχήμα του μοναχού στη μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Χουζιβά.
Στην συνέχεια επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και παρέμεινε μόνιμα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου.
Μετά τον θάνατο του Επισκόπου Τιμοθέου, οι κάτοικοι της πόλεως, πήγαν στην Άγκυρα και ζήτησαν από τον Μητροπολίτη να αναδείξει Επίσκοπο της πόλεώς τους τον Όσιο Θεόδωρο.
Κατά την χειροτονία του σε Επίσκοπο κάποιος είδε ένα τεράστιο αστέρι που ακτινοβολούσε, να κατέρχεται από τον ουρανό και να στέκεται επάνω στην εκκλησία, αστράφτοντας και φωτίζοντας την πόλη και την γύρω περιοχή.
Ο Όσιος Θεόδωρος επιθύμησε να επισκεφθεί για δεύτερη φορά τα Ιεροσόλυμα και θέλησε να ζήσει ησυχαστική ζωή σε κάποιο από τα μοναστήρια που υπήρχαν εκεί.
Κάποια νύχτα όμως παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Άγιος Γεώργιος και, αφού του έδωσε ένα ραβδί, του είπε: «Σήκω και περπάτα, διότι πολλοί άνθρωποι λυπούνται, γιατί απουσιάζεις. Έτσι ο Όσιος αποχαιρέτισε τους πατέρες της μονής και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Η επιστροφή του προξένησε μεγάλη χαρά σε όλους. Είχε αποφασίσει όμως να παραιτηθεί, για να ακολουθήσει την ησυχαστική ζωή και απομονώθηκε στο ναό του Αρχαγγέλου.
Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 613 μ.Χ.