Η Λουκία γεννήθηκε γύρω στο έτος 283 στις Συρακούσες της Σικελίας, από ευγενή χριστιανική οικογένεια. Την ανέθρεψε η μητέρα της Ευτυχία, από την οποία έμαθε τις αλήθειες του χριστιανισμού και το μήνυμα αγάπης του Ιησού Χριστού.
Η Λουκία αρραβωνιάσθηκε με έναν ειδωλολάτρη νέο αλλά η καρδιά της φλεγόταν από τον πόθο να αφιερωθεί εξ᾽ ολοκλήρου στον Χριστό.
Η μητέρας της έπασχε από μια αιμορραγία αθεράπευτη και η Λουκία της πρότεινε ένα προσκύνημα στον τάφο της μάρτυρος Αγίας Αγάθης. Κατά την ιεροτελεστία, η γυναίκα που έπασχε από αιμορραγία, θεραπεύτηκε όταν άγγιξε τον τάφο της Αγίας.
Ενώ η Ευτυχία άγγιζε τον τάφο, εμφανίστηκε σε όραμα στη Λουκία η Αγία Αγάθη και της είπε: «Λουκία, αδελφή μου, γιατί ζητάς από μένα αυτό που μπορείς κι εσύ η ίδια να αποκτήσεις για τη μητέρα σου; Η μητέρα σου είναι ήδη θεραπευμένη χάρη στην πίστη σου».
Η Αγία αποκάλυψε στην Λουκία ότι θα μαρτυρήσει για τον Χριστό. Όταν επέστεψαν πίσω ο αρραβωνιαστικός της Λουκίας την κατήγγειλε. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε εκδώσει διάταγμα που προέβλεπε άγριο διωγμό κατά των χριστιανών.
Η Λουκία συνελήφθηκε και οδηγήθηκε ενώπιον του κυβερνήτη ο οποίος τη διέταξε να θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς θεούς και να απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη της, αλλά η Λουκία αρνήθηκε σταθερά.
Ο κυβερνήτης Πασκάσιος, παράφορος από την οργή, την καταδίκασε σε αποκεφαλισμό. Ο δήμιος έμπηξε το μαχαίρι στο λαιμό της Αγίας και την άφησε να πεθάνει από την αιμορραγία.
Η Αγία Λουκία θανατώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 304 και ενταφιάστηκε στον ίδιο τόπο όπου το 313 οικοδομήθηκε ένα ιερό προσκύνημα αφιερωμένο σ’ αυτή.