
Ο Όσιος Αχίλλιος καταγόταν από την Καππαδοκία και έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνο. Ο νεανικός του πόθος, τον έφερε στους άγιους Τόπους και κατόπιν στη Ρώμη.
Επιδόθηκε στο Ιερό έργο του Ιεροκήρυκα, διδάσκοντας ακατάπαυστα το θείο λόγο, αψηφώντας ανάγκες, βρισιές, διωγμούς και ταλαιπωρίες. Οι μεγάλες και σπουδαίες υπηρεσίες του, τον ανέδειξαν Επίσκοπο Λαρίσης.
Από τη νέα του θέση ο Αχίλλιος, υπήρξε ο πνευματικός αρχηγός και διδάσκαλος. Βοηθούσε τις χήρες, προστάτευε τα ορφανά, ανακούφιζε τους φτωχούς, υπεράσπιζε τους αδικημένους, ήταν ο άγρυπνος φύλακας του ποιμνίου που του εμπιστεύτηκαν.
Ο Αχίλλιος διακρίθηκε και στην Α’ Οικουμενική σύνοδο που έγινε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια, εναντίον του Αρείου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, του έδωσε μεγάλη χρηματική δωρεά την οποία, διέθεσε για να κτίσει ναούς και για τη μέριμνα των ασθενών και των φτωχών.
Όταν προαισθάνθηκε το θάνατο του, κάλεσε κοντά του όλους τους Ιερείς της επισκοπής του και τους έδωσε πατρικές συμβουλές για τα καθήκοντα τους.