
Ο Άγιος Κύρος ήταν μοναχός σε μοναστήρι του Πόντου. Εκεί τον συνάντησε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Β, τον οποίο ο Άγιος βεβαίωσε προφητικά ότι θα ανακτήσει τον θρόνο.
Όταν αυτό συνέβη πραγματικά ο αυτοκράτορας θυμήθηκε τους προφητικούς λόγους του Αγίου και τον κάλεσε, το έτος 705 μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει τον Πατριαρχικό θρόνο.
Τα χρόνια εκείνα τάραζαν την Εκκλησία και το Κράτος οι αιρέσεις του Μονοφυσιτισμού και του Μονοθελητισμού. Οι οπαδοί των αιρέσεων αυτών ήταν πάρα πολλοί στη Συρία, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, την Αρμενία, την Περσία, και βοήθησαν τους Άραβες στην κατάκτηση των χωρών αυτών και την απόσπαση τους από το Βυζάντιο.
Ο αυτοκράτορας Φιλιππικός κατάργεισε τις δυσμενείς για Μονοφυσίτες και Μονοθελήτες αποφάσεις της Δ’ και ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Ο Πατριάρχης Κύρος αντιστάθηκε σθεναρά στη διαταγή του αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα αυτός να τον εκθρονίσει και να τον κλείσει στη Μονή της Χώρας. Εκεί ο Κύρος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, με ήσυχη τη συνείδηση ότι περιφρόνησε την απειλή του άσεβους αυτοκράτορα, δέχθηκε το διωγμό του και ήταν έτοιμος να δεχθεί και το θάνατο.